Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Русский
προσποιησάμενος ξύλινον πόδα
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
προσποιούμαι — προσποιοῡμαι, έομαι, ΝΑ, και ενεργ. τ. προσποιῶ, έω, Α καμώνομαι, κάνω ότι..., προσπαθώ να φανώ διαφορετικός από ό,τι είμαι, υποκρίνομαι (α. «προσποιείται ότι δουλεύει εντατικά» β. «προσποιούμενος τὸν ἡδόμενον», Φίλ.) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.)… … Dictionary of Greek